κλόνιση

κλόνιση
η
(φυσ. -αστρον.) μικρής έκτασης περιοδική κίνηση την οποία πραγματοποιεί ο άξονας περιστροφής ενός στερεού σώματος που εκτελεί γυροσκοπική κίνηση γύρω από τη μέση θέση τού άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλονίζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nutation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντλεϊ, Τζέιμς — (James Bradley, 1692 – 1762). Άγγλος αστρονόμος, από τους πιο αξιόλογους των νεώτερων χρόνων. Διετέλεσε καθηγητής της αστρονομίας (1721) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και, μετά τον θάνατο του αστρονόμου Χάλεϊ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”